ἐνσκήπτω — hurl pres subj act 1st sg ἐνσκήπτω hurl pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσκήπτω — ενσκήπτω, ενέσκηψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσκήπτω — ενέσκηψα, αμτβ., πέφτω μέσα ή πάνω σε κάτι ξαφνικά και ορμητικά: Ενέσκηψε θύελλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνισκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκήψῃ — ἐνσκήπτω hurl aor subj mid 2nd sg ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd sg ἐνσκήπτω hurl fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκήψουσιν — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκηπτόντων — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκηψάντων — ἐνσκήπτω hurl aor part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκῆπτον — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc voc sg ἐνσκήπτω hurl pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)